ἁλίτρυτος

ἁλίτρυτος
ἁλί-τρῡτος, ον,
A sea-beaten, sea-worn,

γέρων Theoc.1.45

;

κύμβη AP7.294

(Tull.Laur.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλίτρυτος — ἁλίτρυτος, ον (Α) ο κατατρυχόμενος από τη θάλασσα, ταλαιπωρημένος ή χτυπημένος από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τρυτος < τρύω «κατατρίβω, φθείρω καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

  • ἁλιτρύτοιο — ἁλιτρύ̱τοιο , ἁλίτρυτος sea beaten masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιτρύτοισιν — ἁλιτρύ̱τοισιν , ἁλίτρυτος sea beaten masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιτρύτου — ἁλιτρύ̱του , ἁλίτρυτος sea beaten masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”